11.06.17
του Δημήτρη Καλτσώνη
Χάρηκα όταν ο Νίκος Καραβέλος μου
πρότεινε να παρουσιάσω τη νέα του ποιητική συλλογική Εν καιρώ πολέμου.
Χάρηκα γιατί πρόκειται για αγαπημένο φίλο. Παράλληλα όμως δυσκολεύτηκα μια και,
όπως είναι γνωστό, δεν είμαι ειδικός στην ποίηση. Η σχέση μου περιορίζεται σε
αυτή του αναγνώστη.
Καθώς ερχόμουν όμως εδώ, στο χώρο της
παρουσίασης, συνέβη ένα περιστατικό που με έκανε να αναθαρρήσω. Είναι αληθινό
γεγονός, δεν είναι επινόηση. Μπαίνω στο μετρό, κατεύθυνση προς Ομόνοια, κάθομαι
και ανοίγω το βιβλίο, να ξαναδιαβάσω ένα δυο ποιήματα του Καραβέλου. Δίπλα μου
κάθεται ένας νεαρός, 20 με 25 περίπου, ο οποίος ανοίγει επίσης ένα βιβλίο να
διαβάσει. Ρίχνω μια κλεφτή ματιά και αντιλαμβάνομαι ότι διαβάζει ποίηση και
μάλιστα στα ισπανικά. Μου φάνηκε ότι αναγνώρισα τον ποιητή αλλά προφανώς δεν
μπορούσα να είμαι σίγουρος.
Que lees? Τι διαβάζεις; τον ρώτησα.
Neruda μου απαντάει δείχνοντας το εξώφυλλο του βιβλίου. Y tu? Κι εσύ με ρωτάει;
Un poeta griego, Karavelos. Έναν έλληνα ποιητή, του λέω, τον Καραβέλο. Και πριν
προλάβουμε να πούμε οτιδήποτε άλλο, σηκώνεται γρήγορα και κατεβαίνει στη στάση.
Υψώνει τα δυο του δάχτυλα στο σήμα της νίκης και μου λέει: Viva la poesia!
Ζήτω η ποίηση!
Πέρα όμως από αυτό το περιστατικό,
υπήρχαν δυο τουλάχιστον λόγοι που με παρακίνησαν, παρά τους δισταγμούς μου, να
μιλήσω για το βιβλίο. Ο πρώτος είναι το εξώφυλλο. Μόλις πρωτοείδα το βιβλίο, η
πρώτη μου αντίδραση, η αυθόρμητη αντίδραση ήταν: τι υπέροχο εξώφυλλο! Και
τελικά, το εξώφυλλο ήταν του γιου του του Νίκου, του Γιάννη! Ο δεύτερος λόγος
που με παρακίνησε ήταν ο τίτλος: Εν καιρώ πολέμου.
Πράγματι, διανύουμε μια περίοδο κατά
την οποία διεξάγεται ένας ανελέητος πόλεμος. Ένας πόλεμος των λίγων ενάντια
στους πολλούς. Ένας πόλεμος των λίγων ενάντια σε κατακτήσεις δεκαετιών, ένας
πόλεμος των λίγων ενάντια στον πολιτισμό, ενάντια στην ανθρωπιά. Ένας πόλεμος
ενάντια στη γνώση και στην επιστήμη. Ένας πόλεμος των λίγων ενάντια στην
ανεξαρτησία και στην αξιοπρέπεια των πολλών.
Μέσα σε μια τέτοια ζοφερή πραγματικότητα
χρειαζόμαστε την ποίηση. Χρειάζομαι, χρειαζόμαστε την ποίηση για να
γαληνεύουμε, για να σκεφτόμαστε πιο καθαρά. Χρειαζόμαστε την ποίηση για να
αγαπήσουμε ξανά τον εαυτό μας, το λαό μας, την τάξη μας, την πατρίδα μας.
Χρειαζόμαστε το Εν καιρώ πολέμου.
Διαβάζουμε ποίηση, διαβάζουμε το Εν
καιρώ πολέμου για να στεριώσουμε τη μνήμη μας. Η μνήμη, μια λέξη που
έρχεται και επανέρχεται στην ποιητική συλλογή του Νίκου Καραβέλου, η ίδια ή
παράγωγά της, ή άλλες φορές έμμεσα:
“ΚΑΠΝΟΣ ΜΝΗΜΗΣ
Μετά την ξύλινη αυλόπορτα
με τους βραχνούς μεντεσέδες
τέσσερα βήματα αριστερά ήταν η
σκάλα
σβησμένη στον ασβέστη της
ο στάβλος και παραδίπλα των
κατοικιδίων τα κρατητήρια.”
και κάπου αλλού:
“Στον τόπο μου χιονίζει σπάνια.
Όμως θυμάμαι βροχές
μπόρες απότομες, αναπάντεχες.”
και σε άλλο ποίημα:
“Διπλές σκοπιές τα γέρικα τούβλα
οι τοίχοι βιγλάτορες
και πάνω τους το βάρος της
μνήμης.”
“Στις αυλές ακουμπούν οι
γερόντισσες.
Ξηλώνουν ήσυχα τις αναμνήσεις”
Να στεριώσουμε τη μνήμη μας λοιπόν και
να αποκτήσουμε έτσι τη δύναμη του Ανταίου, που τη χρειαζόμαστε τόσο.
Διαβάζουμε ποίηση, διαβάζουμε το Εν
καιρώ πολέμου για να ξαναγευτούμε τον έρωτα:
“Οπώρες ιδρώτα και μέλι ζεστό
η αναπάντεχη θύελλα
τα φλογισμένα έγκατα που ηρεμούν
ο λύκος που χόρτασε”
Διαβάζουμε ποίηση, διαβάζουμε το Εν
καιρώ πολέμου για να αγαπήσουμε ξανά και να πάρουμε δύναμη για τις μάχες:
“Φως είναι το παιδί που πηγαίνει
σχολείο”
Διαβάζουμε το Εν καιρώ πολέμου για
να αποκτήσουμε συνείδηση:
“Ο κόσμος που βρήκαμε
χτισμένος από ακτήμονες”
και αλλού:
“Για να βρίσεις έναν αλήτη
πρωθυπουργό
τον πιο επίορκο πρόεδρο
έναν γελοίο της δικαιοσύνης
υπουργό
έναν αγράμματο της παιδείας
Πρέπει να δεις τον ρόλο της μάνας
ου δεν έχει φαϊ στη φωτιά
τον άνεργο πατέρα στο άδειο του
βλέμμα
τον έφηβο που κουράστηκε πια.”
Διαβάζουμε το Εν καιρώ πολέμου για
να μην ξεχάσουμε θεμελιώδεις αξίες:
“Είναι καιρός
ο λόγος του να αντιβγεί στον λόγο
τους
με λίγα λόγια
να σκοτώσει τους φονιάδες του.
Είναι καιρός να πάρει πίσω
όσα του στέρησαν.
Γι' αυτό ξανάπιασε και μαθαίνει
την αλφαβήτα.”
Πόσο κοντά στον Μπρεχτ με βγάζει αυτός
ο στίχος, στην προτροπή του “Μάθαινε και τ' απλούστερα!”.
Διαβάζω το Εν καιρώ πολέμου και
επανέρχονται τα μεγάλα ερωτήματα:
“Πού ξοδεύτηκε τόση φωνή;
Η οργή μας πού πήγε;”
Τολμώ μια απάντηση, που, νομίζω, τη
συμμερίζεται και ο ποιητής: Απλώς ξαποσταίνουμε. Ή, για να το πω με τα λόγια
ενός συνθήματος γραμμένου σε τοίχο της πόλης του Μεξικού, που αναπαράχθηκε σε
πολλές άλλες πόλεις της Λατινικής Αμερικής. Θα ξανάρθουμε και θα είμαστε
εκατομμύρια.
* Λίγα λόγια στην παρουσίαση του
βιβλίου του Νίκου Καραβέλου, Εν καιρώ πολέμου, εκδ. Γραβιηλίδης