31/08/2022

Κριτική στα "Ποιητικά" του Βαγγέλη Δημητριάδη

 Σεπτέμβριος 2017

Τα Ποιητικά, Τεύχος 27

Βαγγέλης Δημητριάδης

  Ας με συγχωρέσει ο Τζορτζ Στάινερ επειδή πέραν των 47 ποιημάτων της παρούσας συλλογής δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, όπως πιθανόν θα όφειλα, το εργοβιογραφικό και κοινωνικοπολιτικό προφίλ του Νίκου Καραβέλου, για να εξηγήσω την, για προσωπικούς μάλλον λόγους, αταξινόμητη υπαρξιακή και κοινωνική χροιά της ποιητικής τού Εν καιρώ πολέμου. Ελπίζω αυτή μου η έλλειψη να μην δημιουργήσει κωλύματα στην προσέγγιση, ούτε να λειτουργήσει παραπλανητικά στην επαφή μου μαζί του.

Είναι δεδομένο ότι σπανίως οι λέξεις, όσο κι αν είναι ποιητικές, εύστοχες, καλοβαλμένες, μπορούν να συγκριθούν με την ομορφιά της φύσης, να την υποκαταστήσουν περιγραφικά με αξιώσεις και ταυτόχρονα να εκφράσουν διά της οπτικής επαφής τη βαθιά στειρότητα της ψυχής του παρατηρητή. Ωστόσο, όταν το επιτυγχάνουν, ο τελικός διάκοσμος που αποκαλύπτουν, μας συναρπάζει:

 «Και το βουνό δεσπόζει σύγκορμο

φορώντας στο στήθος κροκάλες

αι στο κεφάλι σύννεφα πλωτά.»

 Με τέτοιου είδους εικανοπλαστικές εκτινάξεις/εκρήξεις υποβάλλει κατά διαστήματα ο Ν. Καραβέλος τα συναισθήματά μας σε ποικίλες δοκιμασίες και μας υποχρεώνει να συμπορευθούμε μαζί του στο άψογα σχεδιασμένο ταξίδι του στα μονοπάτια του υπαρξιακού στοχασμού και της αναμόχλευσης σύγχρονων κοινωνικών φαινομένων, χρησιμοποιώντας υποβλητικά στοιχεία του παρελθόντος αναμεμειγμένα με μυστικιστική ανθρωποκεντρικότητα όπως οι προηγούμενοι και οι επόμενοι στίχοι:

 

Πληροφορίες γραμμένες στην παλάμη μου.

                                   Κόστος της σάρκας

                                   δαπάνη της θλίψης

                                   γραμμή της ζωής.

                                   Νεκρά ποτάμια

                                   εδώ στο χάρτη της Σελήνης

                                   που ανακαλύφθηκε στα χέρια μου.

                                                                                      («Τοπογραφία»)

 Το σπίτι-μικρόκοσμος έχει εγκατασταθεί στις μακροπρόθεσμες ενθυμήσεις του ποιητή, εντός του θάλλει η αγωνία της καθημερινότητας των προπατόρων. Ο συνομήλικός του πλέον πατέρας, βγαλμένος θαρρείς από τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Μιχάλη Γκανά, σύμβολο και δεσμός με τις ρίζες της οικογένειας, συνεπίκουρος της επιβίωσης και της ανάμνησης, πρωταγωνιστεί στην παρατεταμένη ψυχοστασία, και διατηρεί ανοιχτό ένα παράθυρο ενδοεπικοινωνίας των νεκρών με τους εν ζωή, μη επιτρέποντάς τους να αποσυρθούν οριστικά από το χειροπιαστό αλλά εντός των ορίων της μνήμης περιβάλλον, γιατί «γιορτάζουν» κι ας «είναι στα «κάτω πατώματα».

Ο ανάβροχος τόπος, η στυγνή γαία, καταγράφεται ως εναλλακτική ιδιοκτησία ανθρώπων και ζώων, ζήτημα αρμονίας και ισορροπίας, σε έναν κόσμο όπου ο καθένας διεκδικεί υπομονετικά το μερίδιο που του ανήκει· όπου ο σπόρος και η αποστέωση της ζωής συνυπάρχουν νομοτελειακά, εκφράζοντας όψεις του ίδιου νομίσματος. Γι’ αυτό ο ευρύτερος χώρος-πατρίδα συγκροτείται από ανόμοιες ομοιότητες, από άρσεις και θέσεις, από ζητήματα που «αναπάντεχα κυματίζουν μέσα του». Και συναποτελείται από θλιβερά στίγματα ιστορίας που επιτρέπουν νύξεις για τον άδικο θάνατο χιλιάδων αναλώσιμων ψυχών στον α΄ παγκόσμιο πόλεμο, για την καταστροφή της ομηρικής Πλευρώνας από τον Δημήτριο Β΄ Αιτωλικό της Μακεδονίας, και κραυγές για τα αδερφοχτυπημένα θύματα του εμφυλίου.

Η ελλειπτική σήμανση στην τιτλοφόρηση (18 ποιήματα μονολεκτικά, 19 έναρθρα και μόνο δυο με πέντε λέξεις) και η επίταση της επιγραμματικής προδιάθεσης παραπέμπουν κατά το ήμισυ στον επιτύμβιο λόγο της κλασικής περιόδου ως προς την τριτοπρόσωπη έκφραση του πόνου (χωρίς βέβαια μετρικές ομοιότητες) και κατά το ήμισυ στα αντίστοιχα ελληνιστικά πρότυπα σε σχέση με την αντιηρωική θεματική τους. Αναφέρω το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα της συλλογής:

 

Εδώ κοιμάται αυτός που δούλεψε. // Είχε μάτια που είδαν όλα τα χρώματα / χέρια που ξέκαναν τα περιττά / πόδια που βάδισαν τον κόσμο / στα λίγα του στρέμματα. // Εδώ κοιμάται αυτός που τον φύτεψαν / εκεί που φύτευε.

                                                                                  («Επίγραμμα»)

 

Ο δεύτερος και δευτερεύων, από την άποψη της ποσοτικής κάλυψης νοηματικός άξονας των ποιημάτων αναρριπίζει με ρεαλισμό το φαύλο κοινωνικό σκηνικό της εποχής μας. Προς τούτο το ποιητικό προϊόν διάκειται απωθητικά στο φαινόμενο της εγκατοίκησης της πατρώας γης του ποιητή από την ιδιοτέλεια, πράξη που συναρμόζει με την απομάκρυνση των προπατόρων «σε κάποιο άγνωστο ημισφαίριο». Η άπελπις θέαση της απάνθρωπης δράσης των νεόκοπων εισβολέων στην οικονομική και πολιτική σκακιέρα εγείρει αισθήματα οργής και οδύνης. Η προφανής ανασφάλεια διατυπώνεται με εκχύλισμα μοναξιάς, ματαίωσης, αποκαθήλωσης της ένσαρκης αρμολόγησης του είναι/εαυτού με το μη είναι/παρελθόν. Παρά ταύτα, η πιο απτή φοβία του ποιητή κυοφορείται στα επικείμενα. Το διερχόμενο παρόν είναι το μαύρο «άγνωστο με το σκούρο παλτό του», που καλύπτει δυσοίωνα τον ορίζοντα. Η φυσική διαβίωση υφίσταται με τη μορφή νοσταλγίας, ο παμπάλαιος κρίκος χάσκει διαρρηγμένος από την αστικοποίηση και την άναρχη πολεοδομική εξέλιξη. Τοιουτοτρόπως προκύπτει η απώλεια της ουσίας και της αισθητικής των πραγμάτων. Η κατιούσα πορεία είναι εντέλει το παρακμιακό γεγονός για το οποίο θρηνεί ο ποιητής διακριτικά.

Φειδωλή εμφανίζεται η παρουσία του εξολοθρευτή έρωτα ως επιθετικής διαδικασίας του μέλλοντος κατά της φθοράς και παράγοντα συνένωσης ψηγμάτων διάρκειας, ευτυχίας και ελπίδας. Ο σύντομος βιολογικός κύκλος της πεταλούδας σε αντιδιαστολή με την ολοκληρωμένη παρουσία της στη ζωή, καταβύθιση και αναστήλωση των ορίων του χρόνου, των παροχών και της συνέπειας της έμβιας διαδρομής, της αιωνιότητας που κυοφορεί η θνητότητα ενταγμένη στη διάρκεια που εμβάλλει ο βιολογικός κύκλος της υπερ-αιωνόβιας ελιάς. Ακόμη και η χρήση του φιλιού δεν περιορίζεται στην ερωτική του υπόσταση, αλλά διερμηνεύει την αγάπη με τη γενικότερη έννοια, γιατί «φιλί είναι η ποίηση των ανθρώπων».

Εκ των υστέρων αποδεικνύεται όχι το ποίημα «Σάρα», προτασσόμενο στη συλλογή, διατίθεται για να σηματοδοτήσει προϊδεαστικά τις επικοινωνιακές προθέσεις του ποιητή: ο ανελέητος χρόνος σύμμαχος της φθοράς και της κοινωνικής έκπτωσης «εν καιρώ πολέμου» στη στέρφα γη όπου οι προπάτορες... κτλ. Αυτοβιογραφικός απολογισμός ζωής δηλαδή με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν.

 

Απέριττη μονοσήμαντη συνήθως διατύπωση, απαλλαγμένη από λεκτικές πολυτέλειες («Μη σπαταλάς επίθετα»). Ο λόγος ουσιαστικός, σαφής, στηρίζεται στην κυριαρχία του ρήματος και εκφράζεται μορφικά με νεωτερικούς στίχους ενταγμένους σε νοηματικά άρτιες ισομερείς και ανισομερείς στροφές πλην 3-4 κατ’ εξαίρεση περιπτώσεων. Η χρήση αποκωδικοποιητή είναι εντελώς περιττή. Τα ποιήματα κινούνται, με αυξομειώσεις, στα όρια του ελεγειακού λυρισμού. Η, με πνεύμα οικονομίας, πειθαρχία και ευταξία στους κανόνες στίξης, προσλαμβάνεται εν πολλοίς σαν απόπειρα επιπρόσθετης αναγνωστικής υποστήριξης και νοηματικής διασάφησης.

Ο Νίκος Καραβέλος, γενικεύοντας την προσωποκεντρική του ματιά, δίχως τη χρεία διακομιστή, μας συμπαρασύρει και μας υποδεικνύει έναν από τους πάμπολλους ελκυστικούς τρόπους που διαθέτει η ποίηση, με εικονοπλαστική διάθεση, σύνοψη και αφοπλιστική απλότητα, να ανακαλύψουμε τη φιλοσοφία των νόμων της ζωής όταν συγκρούεται όχι μόνο με το θάναχο αλλά και με τον εαυτό της.